Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κινίνο
1 εγγραφή
κινίνο το [kiníno] Ο41 : χαπάκι από κινίνη.

[ιταλ. chinina θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ. (από γλ. των Ινδιάνων της Aμερικής)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες