Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κεντρώνω [kendróno] -ομαι Ρ1 : (λαϊκότρ.) εμβολιάζω φυτό με ενοφθαλ μισμό.
[μσν. κεντρώνω < αρχ. κεντρ(ῶ) `τσιμπώ με κεντρί΄ -ώνω]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μσν. κεντρώνω < αρχ. κεντρ(ῶ) `τσιμπώ με κεντρί΄ -ώνω]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |