Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κεντρώνω
1 εγγραφή
κεντρώνω [kendróno] -ομαι Ρ1 : (λαϊκότρ.) εμβολιάζω φυτό με ενοφθαλ μισμό.

[μσν. κεντρώνω < αρχ. κεντρ(ῶ) `τσιμπώ με κεντρί΄ -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες