Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κελαρύζω
1 εγγραφή
κελαρύζω [kelarízo] Ρ2.1α : για το νερό ρυακιού, μικρού ποταμού κτλ. που καθώς κυλάει, παράγει έναν ελαφρό και ευχάριστο ήχο.

[λόγ. < αρχ. κελαρύζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες