Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κειμήλιο το [kimílio] Ο40 : αντικείμενο του σχετικά πρόσφατου παρελθόντος που θεωρείται πολύτιμο λόγω της ιστορικής ή συναισθηματικής του αξίας και που φυλάγεται ως ενθύμιο: Kειμήλια της Επανάστασης του ΄21. Οικογενειακό ~.
[λόγ. < αρχ. κειμήλιον]