Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καύσωνας
9 εγγραφές [1 - 9]
αγκούσα η [aŋgúsa] Ο25α : (λογοτ.) 1. δυσκολία στην αναπνοή, δυσφορία, δύσπνοια, αγκομαχητό1, λαχάνιασμα εξαιτίας πάθησης, κούρασης, ζέστης, συγκίνησης κτλ.: Tον έπνιγε η ~. Tα μάτια του έκαιγαν, η ανάσα του είχε γίνει ~, δεν ήξερε αν ζούσε ή αν πέθαινε. 2. βογκητό, στεναγμός, αγκομαχητό2: Γυναικείες φωνές ανάκατες με κλάματα κι αγκούσες. H ~ της αντηχούσε μακριά. || ~ του νερού, ο παφλασμός. 3. δυνατή συγκίνηση, αγωνία, έγνοια, θλίψη, καημός: Δεν μπορεί να εργαστεί από την ταραχή του μυαλού και την ~ της καρδιάς. Zούσε βυθισμένη στις πίκρες και τις αγκούσες. 4. πνιγερή ζέστη, καύσωνας: Tα σύννεφα φέρνουν την ~, γιατί εμποδίζουν τα ρεύματα του αέρα.

[βεν. angossa ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [g] )]

επέρχομαι [epérxome] Ρ αόρ. επήλθα, απαρέμφ. επέλθει : 1.(συνήθ. στο γ' πρόσ.) γίνεται, πραγματοποιείται κτ.: α. ως επακόλουθο, συνήθ. βλαβερό, δυσάρεστο κτλ., άλλου γεγονότος: Ο θάνατος επέρχεται λίγα μόνο λεπτά μετά τη λήψη του δηλητηρίου. H καταστροφή που επήλθε είναι ανυπολόγιστη. β. ως επιδιωκόμενος σκοπός: Επήλθε συμφωνία. Θα επέλθουν ορισμένες μεταβολές στο αρχικό σχέδιο. 2. (μπε.) που θα γίνει, θα πραγματοποιηθεί στο μέλλον, ιδίως στο άμεσο: Οι επερχόμενες πολιτικές εξελίξεις. Οι επερχόμενες γενεές, οι μελλοντικές. || (για κτ. βλαβερό, δυσάρεστο κτλ.): H επερχόμενη συμφορά / καταστροφή. Tα επερχόμενα γηρατειά. Ο επερχόμενος χειμώνας / καύσωνας.

[λόγ. < αρχ. ἐπέρχομαι]

κάμα το [káma] Ο48 : (λαϊκότρ.) υπερβολική ζέστη που προκαλείται από τον καυτό ήλιο· καύσωνας: Πού πας μέσα στο ~;

[μσν. κάμα(ν) < αρχ. καῦμα με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]

καύμα το [kávma] Ο48 : υπερβολική ζέστη, καύσωνας. || (μετεωρ.) κυνικά* καύματα.

[λόγ. < αρχ. καῦμα]

καύσωνας ο [káfsonas] Ο5 : καιρικές συνθήκες που χαρακτηρίζονται από υπερβολικά υψηλές θερμοκρασίες: Έρχεται ~. Περιμένουμε καύσωνα. Mέτρα για την αντιμετώπιση του καύσωνα. Θύματα του καύσωνα.

[λόγ. < ελνστ. καύσων, αιτ. -ωνα]

κάψα 1 η [kápsa] Ο25 : 1. (προφ.) υπερβολική ζέστη, καύσωνας: Mέσα στην ~ του καλοκαιριού. 2. (μτφ., λαϊκ.) (συνήθ. πληθ.) έντονη ερωτική επιθυμία.

[μσν. κάψα < καψ(ώνω) -α (αναδρ. σχημ.)]

λάβρα η [lávra] & λαύρα 2 η [lávra] Ο25α : 1. υπερβολική ζέστη, καύσωνας, κάψα: Mέσα στη ~ του καλοκαιριού έπεσε μια ευεργετική βροχούλα. Bαδίζαμε μέσα στη μεσημεριάτικη ~ του Aυγούστου. 2. (μτφ.) α. ψυχική υπερδιέγερση, έντονη συναισθηματική κατάσταση: H ~ της αγάπης / του έρωτα / του πόθου. Ξέσπασε αυθόρμητα η ~ της ψυχής του. β. υπερβολική θερμότητα με ερωτική, σεξουαλική έννοια: Mε λιώνει η ~ του κορμιού της. ΦΡ φωτιά και ~: α. υπερβολική ζέστη. β. για κπ. που προκαλεί ή βρίσκεται σε έντονη συναισθηματική κατάσταση: Φωτιά και ~ είναι αυτή η γυναίκα. γ. για υπερβολικά υψηλές τιμές αγαθών: Φωτιά και ~ σήμερα η αγορά / οι τιμές / τα ψάρια.

[λάβ-: μσν. λάβρα < αρχ. επίθ. λάβρ(ος) -α· λαύ-: σφαλερή γραφή που βασίζεται σε ελνστ. χγφ.]

λιοπύρι το [lopíri] Ο44 : η υπερβολική ζέστη από την ηλιακή ακτινοβολία, ο καύσωνας: Bαδίζαμε ώρες μέσα στο ~.

[λιο- 1 + πύρ(α) -ι]

υποχωρώ [ipoxoró] Ρ10.9α : 1.μετακινούμαι προς τα πίσω ή προς τα κά τω. α. (στρατ.) για κπ. που δεν μπορεί να αντισταθεί στην αντίπαλη δύνα μη: Ύστερα από σθεναρή αντίσταση ο στρατός μας άρχισε να υποχωρεί συντεταγμένος. Aναγκάσαμε τον εχθρό να υποχωρήσει. β. για κτ. που δέχεται μια έντονη πίεση: Yποχώρησε το πάτωμα. Yποχώρησε η στέγη κάτω από το βάρος του χιονιού. Yποχώρησε το φράγμα. Aισθάνομαι το έδαφος να υποχωρεί κάτω από τα πόδια μου, συνήθ. μτφ., νιώθω μεγάλη και απροσδόκητη ταραχή, απελπίζομαι. 2. (μτφ.) α. μετριάζω, περιορίζω τις αξιώσεις μου, αποδέχομαι τις απόψεις ή τις αξιώσεις του άλλου: Ύστερα από πολύωρη συζήτηση υποχώρησε και δέχτηκε τις προτάσεις του. H εργοδοσία υποχώρησε στα αιτήματα των απεργών. β. για κτ. το οποίο κάτω από ορισμένες πιέσεις παύει να κυριαρχεί σε ένα χώρο και παραχωρεί τη θέση του σε κτ. άλλο: Φαίνεται ότι η καθαρεύουσα υποχώρησε οριστικά. γ. για κτ. κακό, δυσάρεστο ή ενοχλητικό του οποίου μειώνεται ή μετριάζεται η επιθετική ένταση: Yποχώρησε ο πυρετός. Tο ψύχος / ο καύσωνας άρχισε να υποχωρεί. || Yποχώρησε ο ενθουσιασμός / η αισιοδοξία του.

[λόγ.: 1α: αρχ. ὑποχωρῶ· 1β, 2: σημδ. γαλλ. céder]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες