Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καχεξία
1 εγγραφή
καχεξία η [kaxeksía] Ο25 : 1. σοβαρή διαταραχή και εξασθένηση των λειτουργιών της θρέψης, η οποία οφείλεται σε χρόνιο υποσιτισμό ή αποτελεί καταληκτική φάση διάφορων ασθενειών· χαρακτηρίζεται συνήθ. από αδυνάτισμα του σώματος, από μεγάλη ωχρότητα στο πρόσωπο, απώλεια των δυνάμεων και λιποθυμικές τάσεις. 2. (μτφ.) που παρουσιάζει στασιμότητα ή μαρασμό: ~ της οικονομίας.

[λόγ. < αρχ. καχεξία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες