Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατώφλι
1 εγγραφή
κατώφλι το [katófli] Ο44 : 1. μακρόστενη πλάκα από πέτρα ή από ξύλο, που ενώνει τις πλαϊνές παραστάδες στο κάτω μέρος του ανοίγματος της πόρτας: Tο πέτρινο ~ ήταν φαγωμένο από τα χρόνια. (έκφρ.) δεν πέρασα / δεν πάτησα ποτέ το ~ του, δεν πήγα ποτέ στο σπίτι του. || (επέκτ.) ο χώρος γύρω από την είσοδο του σπιτιού, η είσοδος: Kάθε απόγευμα έβλεπε τις γειτόνισσες στα κατώφλια τους να κουβεντιάζουν. 2α. (μτφ.) το χρονικό σημείο από το οποίο αρχίζει κτ.: Bρισκόμαστε στο ~ του χειμώνα. Bρίσκεται στο ~ των γηρατειών. β. (ψυχ.) το ~ της συνείδησης, το νοητό όριο κάτω από το οποίο οι παραστάσεις ή οι ερεθισμοί δε γίνονται συνειδητοί. ~ διαφοράς, η ελάχιστη τιμή που μπορεί να έχει η διαφορά έντασης δύο ομοειδών ερεθισμάτων, για να προκαλέσουν δύο χωριστά συναισθήματα.

[μσν. κατώφλιν < κατώφλιον < κατω- + αρχ. φλι(ά) `παραστάδα πόρτας΄ -ον (2β: λόγ. σημδ. γερμ. Schwelle)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες