Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατσικόδρομος ο [katsikóδromos] Ο20 : (οικ.) 1. δύσβατο μονοπάτι από το οποίο μόνο κατσίκια περνούν εύκολα. 2. (μτφ.) χωματόδρομος σε πολύ κακή κατάσταση.
[κατσίκ(α) -ο- + δρόμος]