Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατσιάζω [katsxázo] Ρ2.1α μππ. κατσιασμένος : 1. (οικ.) για επιφάνεια με πέλος που έχει χάσει τη λάμψη και την απαλότητά της: Kάτσιασαν οι πετσέτες / οι φλοκάτες. 2. για ζωντανό οργανισμό που φαίνεται σαν να έχει σταματήσει η ανάπτυξή του, που έχει χάσει τη ζωηρότητά του, που έχει πέσει σε μαρασμό: H λεμονιά όσο πάει και κατσιάζει. Kάτσιασαν τα κοτόπουλα. || Θα το κατσιάσει το παιδί από τα χάδια.
[μσν. κατσ(ί) -ιάζω, κατσί: < κατί (υποκορ. του κάττ(α) `γάτα΄ -ί δες στο γατί) με ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi] (σύγκρ. κληματίδα > κληματσίδα)]