Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατσίκι
2 εγγραφές [1 - 2]
κατσίκι το [katsíki] Ο44 : 1. η κατσίκα. 2. το μικρό της κατσίκας. ΦΡ θα γελάσει* και το παρδαλό ~. 3. (μτφ.) άνθρωπος ζωηρός, ευκίνητος: Σκαρφάλωνε στο βουνό με τέτοια γρηγοράδα· σωστό ~. κατσικάκι το YΠΟKΟΡ: Για το Πάσχα προτιμήσαμε ~ αντί για αρνάκι.

[μσν. κατσίκι < τουρκ. keç(i) -ίκι ( [e > a] ;)]

κατσικίσιος -α -ο [katsikísos] Ε4 : που ανήκει στην κατσίκα ή που προέρχεται από αυτήν: Kατσικίσιο γάλα / τυρί. Kατσικίσιο μαλλί, γιδόμαλλο.

[κατσίκ(α) -ίσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες