Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατσίκα
1 εγγραφή
κατσίκα η [katsíka] Ο25 : ευκίνητο και ζωηρό μηρυκαστικό τετράποδο ζώο με μακρύ ίσιο τρίχωμα και κέρατα, το οποίο εκτρέφεται σε κοπάδια για το γάλα, το κρέας, το τρίχωμα και το δέρμα του. ΦΡ μασάει η ~ ταραμά;, δεν ξεγελιέμαι, δεν μπορεί κάποιος να με εξαπατήσει. || (προφ., μτφ.) αρνητικός χαρακτηρισμός γυναίκας. κατσικούλα η YΠΟKΟΡ.

[μσν. κατσίκα < κατσίκ(ι) μεγεθ. -α· κατσίκ(α) -ούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες