Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατευόδιο
1 εγγραφή
κατευόδιο το [katevóδio] Ο41 : (λαϊκότρ.) κυρίως στην ευχή καλό ~, καλό ταξίδι ή καλό δρόμο: Tου ευχηθήκαμε καλό ~ / το καλό ~. Kαλό σου ~!

[μσν. κατευόδιο(ν) < κατευοδ(ώ) -ιον (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες