Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατευνάζω
1 εγγραφή
κατευνάζω [katevnázo] -ομαι Ρ2.1 : α. φέρνω κπ. σε κατάσταση ψυχικής ηρεμίας, τον απαλλάσσω από την πίεση εκρηκτικών συναισθημάτων: Ήταν έξαλλος από οργή και εγώ μάταια προσπαθούσα να τον κατευνά σω. Mε τις κραυγές ο θυμός βρίσκει διέξοδο και ο οργισμένος κατευνάζε ται γρήγορα. (έκφρ.) ~ τα πνεύματα, ηρεμώ αγανακτισμένους ανθρώπους. β. μειώνω την ένταση μιας ψυχικής ή σωματικής αντίδρασης: H ψυχική καλλιέργεια κατευνάζει τα πάθη. Φάρμακα που κατευνάζουν τον πόνο / τη νευρική υπερένταση, καταπραΰνουν. || ικανοποιώ μια πιεστική ανάγκη: ~ την πείνα / τη δίψα μου.

[λόγ. < ελνστ. κατευνάζω `ησυχάζω΄, αρχ. σημ.: `βάζω στο κρεβάτι΄ & σημδ. γαλλ. calmer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες