Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταφυγή
1 εγγραφή
καταφυγή η [katafijí] Ο29 : 1. η ενέργεια του καταφεύγω, η αναζήτηση προστασίας ή βοήθειας: H ~ στα ναρκωτικά δε δίνει τη λύση στα προβλήματά μας. 2. για κτ. ή για κπ. όπου καταφεύγει κανείς: H πίστη στο Θεό είναι η στερνή ~ του ανθρώπου.

[λόγ. < αρχ. καταφυγή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες