Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατασταλτικός
1 εγγραφή
κατασταλτικός -ή -ό [katastaltikós] Ε1 : για κτ. του οποίου η χρησιμοποίηση ή η εφαρμογή έχει σκοπό την καταστολή. ANT διεγερτικός: Kατασταλτικά φάρμακα, ψυχοφάρμακα που καταστέλλουν τη διέγερση. H διάδοση των ναρκωτικών δεν αντιμετωπίζεται μόνο με κατασταλτικά μέτρα, αλλά και με τη σωστή διαπαιδαγώγηση των νέων. Έδρασαν οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του κράτους. κατασταλτικά ΕΠIΡΡ: H αστυνομία δρα ~, όχι προληπτικά.

[λόγ. < ελνστ. κατασταλτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες