Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταρτίζω
1 εγγραφή
καταρτίζω [katartízo] -ομαι Ρ2.1 : I. κατατάσσω, οργανώνω επί μέρους στοιχεία και σχηματίζω ένα όλο. 1. συντάσσω: Οι αρμόδιες υπηρεσίες θα καταρτίσουν τους εκλογικούς καταλόγους. Kαταρτίστηκε ο προϋπολογισμός / το διάταγμα. 2. συγκροτώ: Θα καταρτιστούν επιτροπές. II. δίνω σε κπ. τις απαραίτητες γνώσεις, τον προετοιμάζω κατάλληλα: Ο δάσκαλος έχει καταρτίσει πολύ καλά τους μαθητές του σε όλα τα μαθήματα. Σχολή που καταρτίζει τεχνικούς / νοσοκόμες, εκπαιδεύει. Επιστήμονας άριστα καταρτισμένος.

[λόγ.: Ι: αρχ. καταρτίζω `βάζω σε τάξη΄· ΙΙ: ελνστ. σημ.: `προετοιμάζω΄ & σημδ. γαλλ. instruire]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες