Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάχρηση
1 εγγραφή
κατάχρηση η [katáxrisi] Ο33 : 1. ιδιοποίηση χρημάτων από άτομο που είναι υπεύθυνο για τη φύλαξη ή για τη διαχείρισή τους· υπεξαίρεση: Ο ταμίας καταδικάστηκε για ~. Kατά την εκτέλεση δημόσιων έργων ενδέχεται να έγιναν μεγάλες καταχρήσεις. 2α. υπερβολική και επιβλαβής χρήση ενός υλικού αγαθού, μιας υλικής απόλαυσης: Ο γιατρός τού απαγόρευσε την ~ οινοπνεύματος / λιπαρών τροφών. Γίνεται ~ στα φάρμακα. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν κάνει χρήση αλλά ~ των τεχνολογικών επιτευγμάτων του. Kουράζεσαι πολύ, μην κάνεις ~ της αντοχής σου. || (πληθ.) οι υπερβολικές και χωρίς έλεγχο σαρκικές απολαύσεις: Kατέστρεψε την υγεία του με τις καταχρήσεις, π.χ. με τα ξενύχτια, με το ποτό κτλ. β. υπερβολική, πέρα από τα θεμιτά όρια χρήση ενός δικαιώματος ή εκμετάλλευση μιας ευνοϊκής κατάστασης: Έκαναν ~ των δικαιωμάτων που τους δόθηκαν. Έκανες ~ της επιείκειάς μου και ήρθες πάλι αμελέτητος. Aυτό που έκανε ήταν ~ της ανοχής μου / της εμπιστοσύνης μου / της φιλίας μου. || (νομ.) ~ δικαιώματος, άσκηση ενός δικαιώματος με τρόπο που έρχεται σε αντίθεση με τους νομικούς και ηθικούς κανόνες και που προκαλεί τη βλάβη ενός τρίτου. ~ εξουσίας, άσκηση της εξουσίας με τρόπο που υπερβαίνει τα όρια που δίνει ο νόμος. γ. (γραμμ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο γίνεται μεταφορά της σημασίας μιας λέξης από μια έννοια σε άλλη εντελώς διαφορετική, με βάση κάποια, όχι ουσιαστική, ομοιότητα μεταξύ τους, π.χ. «στόμα ανθρώπου», «στόμα πηγαδιού».

[λόγ.: 2: ελνστ. κατάχρη(σις) -ση & σημδ. γαλλ. abus· 1: κατά τη σημ. του καταχρώμαι1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες