Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάληψη
1 εγγραφή
κατάληψη η [katálipsi] Ο33 : 1α. η ενέργεια με την οποία κάποιος, με τη χρήση των όπλων, γίνεται κύριος ξένου εδάφους ή ξένης ιδιοκτησίας: Ο Xίτλερ πέτυχε την ~ των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών. ~ πλοίου από πειρατές. H ~ των συνοριακών οχυρών. β. αυθαίρετη ή δυναμική εγκατάσταση σε ένα χώρο, από τον οποίο αρνούμαι να απομακρυνθώ: Έγινε ~ του κτιρίου από άστεγους πρόσφυγες. Οι φοιτητές αποφάσισαν ~ της σχολής τους σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Έληξαν οι μαθητικές καταλήψεις. || (περιπαιχτικά) για κπ. που δεν αρκείται σε ορισμένο χώρο που του παραχωρήθηκε: Ε, σιγά, θα κάνεις ~ και στο δωμάτιό μου. 2. η ενέργεια του καταλαμβάνω, τοποθέτηση σε μια θέση, ανάληψη ενός αξιώματος με νόμιμα ή αυθαίρετα μέσα: H πολιτική αναταραχή είχε ως αποτέλεσμα την ~ της αρχής από τους στρατιωτικούς.

[λόγ. < αρχ. κατάληψις (-σις > -ση)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες