Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κασκέτο
1 εγγραφή
κασκέτο το [kaskéto] Ο39 : είδος καπέλου με γείσο, από ύφασμα ή από άλλο μαλακό υλικό: Nαυτικό / εκδρομικό / στρατιωτικό ~. Σχολικό ~, μαθητικό πηλίκιο.

[ιταλ. caschetto]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες