Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κασέρι
1 εγγραφή
κασέρι το [kaséri] Ο44 : είδος σκληρού κίτρινου τυριού από πρόβειο γάλα, λιγότερο σκληρό και αλμυρό από το κεφαλοτύρι: Ένα κεφάλι ~.

[τουρκ. kaşer ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες