Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καρνάγιο το [karnájo] Ο39 : (ναυτ.) μικρό ναυπηγείο για επισκευές.
[ιταλ. carenaggio `ναυπηγείο όπου επισκευάζονται οι καρίνες΄ (δες στο καρίνα)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[ιταλ. carenaggio `ναυπηγείο όπου επισκευάζονται οι καρίνες΄ (δες στο καρίνα)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |