Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρνάγιο
1 εγγραφή
καρνάγιο το [karnájo] Ο39 : (ναυτ.) μικρό ναυπηγείο για επισκευές.

[ιταλ. carenaggio `ναυπηγείο όπου επισκευάζονται οι καρίνες΄ (δες στο καρίνα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες