Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρβέλι
1 εγγραφή
καρβέλι το [karvéli] Ο44 : ψωμί με στρογγυλό ή ωοειδές σχήμα: Aγόρασε ένα ~ (ψωμί). Έψησε δέκα καρβέλια (ψωμί). || (παρωχ.) για να δηλώσου με τα απολύτως απαραίτητα για τη συντήρηση του ανθρώπου· ψωμί: Δου λεύει για να βγάλει το ~. ΦΡ λίγα είναι τα καρβέλια του, δε θα ζήσει πολύ· ΣYN ΦΡ λίγα είναι τα ψωμιά του. έχει να φάει πολλά καρβέλια ώσπου…, θα περάσει πολύς καιρός. ΠAΡ ΦΡ όποιος πεινάει* / ο πεινασμένος / ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται. καρβελάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. καρβέλιν, γαρβέλιν < σλαβ. karvalj ( [e > a] ίσως από επίδρ. του [l] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες