Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καραντίνα
1 εγγραφή
καραντίνα η [karandína] Ο25α : 1. απομόνωση και έλεγχος για ορισμένο χρονικό διάστημα (παλαιότερα για σαράντα μέρες) ανθρώπων, ζώων ή εμπορευμάτων που προέρχονται από περιοχές όπου υπάρχει επιδημία· υγειονομική κάθαρση: Έβαλαν το καράβι σε ~. || (επέκτ.) απαγόρευση ελεύθερης επικοινωνίας με κπ. που πάσχει από μεταδοτικό νόσημα: Ο Γιάννης έπαθε ιλαρά και τον έχουν στο σπίτι σε ~. 2. (μτφ., οικ.) απομόνωση ενός ατόμου, στην κοινωνική ή στη δημόσια ζωή, ως τιμωρία που του επιβάλλεται έμμεσα για τις ενέργειες ή για τη συμπεριφορά του: Aυτόν δεν τον συναναστρέφεται κανείς / με αυτόν δε θέλει κανένας να συνεργαστεί, τον έχουν βάλει / είναι σε ~.

[βεν. ή παλ. ιταλ. quarantina]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες