Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καράτι
1 εγγραφή
καράτι το [karáti] Ο44 λόγ. γεν. πληθ. και καρατίων : 1. μονάδα βάρους με την οποία μετρούν, σε ένα κράμα χρυσού, την περιεκτικότητα σε καθαρό χρυσό: Xρυσός είκοσι τεσσάρων καρατίων είναι καθαρός χρυσός. Δαχτυλίδι 24 / 18 / 14 καρατίων. Πόσων καρατιών / πόσα καράτια είναι αυτό το βραχιόλι; 2. μονάδα βάρους για πολύτιμους λίθους και για μαργαριτάρια, που είναι ίση με το ένα πέμπτο του γραμμαρίου· μετρικό καράτι: Aυτό το διαμάντι είναι τρία καράτια / τριών καρατίων.

[αντδ. < ιταλ. carat(o) < μσνλατ. caratus < αραβ. qīrāt `1/24 του dinar΄ < ελνστ. κεράτιον `κουκούτσι χαρουπιού που χρησιμοποιόταν ως μέτρο βάρους΄ (πρβ. ξυλοκέρατο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες