Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καπιταλισμός
1 εγγραφή
καπιταλισμός ο [kapitalizmós] Ο17 : οικονομικό και κοινωνικό σύστημα στο οποίο το ιδιωτικό κεφάλαιο αποτελεί το βασικό παράγοντα της οικονομικής ζωής· κεφαλαιοκρατία: Bιομηχανικός / μεταβιομηχανικός ~. Εμπορικός ~, όταν τα μέσα παραγωγής ανήκουν στο κράτος. Mονοπωλιακός ~, όταν ο έλεγχος παραγωγής και διανομής ασκείται από τα μονοπώλια.

[λόγ. < γαλλ. capitalisme (-isme = -ισμός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες