Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καπετάνιος ο [kapetános] Ο18, Ο18α πληθ. και καπεταναίοι θηλ. καπετάνισσα [kapetánisa] Ο27 : 1. αρχηγός ένοπλου σώματος· (πρβ. οπλαρχηγός): Οι καπεταναίοι του ΄21. Ήταν ~ στο μακεδονικό αγώνα. Οι καπετάνιοι του ΕΛAΣ. 2α. κυβερνήτης πλοίου· πλοίαρχος: Είναι πρώτος / δεύτερος / τρίτος ~ στο εμπορικό ναυτικό. ΠAΡ Ο καλός ο ~ στη φουρτούνα φαίνεται, η ικανότητα, η αξία κάποιου αποδεικνύεται στις δύσκολες περιστάσεις. β. (θηλ.) β1. γυναίκα καπετάνιου, συνήθ. του ναυτικού. β2. γυναίκα καπετάνιος: H καπετάνισσα Mπουμπουλίνα. 3. (οικ.) ως προσφώνηση σε αρχηγό ή σε επικεφαλής ομάδας που ασχολείται με κάποιο έργο.
[μσν. καπετάνιος < βεν. capetanio -ς < υστλατ. capitaneus `ο επικεφαλής΄ < λατ. caput `κεφάλι΄· καπετάν(ιος) -ισσα]