Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καπέλο
3 εγγραφές [1 - 3]
κάπελας ο [kápelas] Ο5 (χωρίς πληθ.) : (παρωχ.) ταβερνιάρης.

[αρχ. κάπηλ(ος) `ταβερνιάρης΄ μεταπλ. -ας με τροπή του άτ. [i > e] πριν από [l] ]

καπελάς ο [kapelás] Ο1 θηλ. καπελού [kapelú] Ο37 : αυτός που κατασκευάζει και πουλάει καπέλα. || (θηλ.) αυτή που κατασκευάζει και πουλάει γυναικεία καπέλα.

[καπέλ(ο) -άς· καπελ(άς) -ού]

καπέλο το [kapélo] Ο39 : 1α. κάλυμμα του κεφαλιού με σταθερό ημισφαι ρικό σχήμα ώστε να προσαρμόζεται στις διαστάσεις του κεφαλιού: Aντρι κό / γυναικείο / παιδικό ~. ~ από δέρμα / ύφασμα. Ψάθινο / γούνινο ~. ~ με στενό γύρο / μπορ. ~ με πλατύ γύρο, πλατύγυρο. ~ με γείσο. Ο θόλος / ο τεπές του καπέλου. Στρατιωτικό / ναυτικό ~. Ψηλό / ημίψηλο ~. Bγάζω σε κπ. το ~, για άντρα που αφαιρεί το καπέλο του, όταν χαιρετάει κπ. και ως ΦΡ, αναγνωρίζω την υπεροχή του ή την ορθότητα μιας ενέργειάς του ή εκδηλώνω το μεγάλο σεβασμό μου. ΦΡ βάζω / φοράω στραβά* το ~ μου / το καπελάκι μου (και φεύγω). γούστο* μου (και) ~ μου! αυτό είναι άλλο ~, αυτή είναι τελείως διαφορετική περίπτωση. αυτό είναι δικό μου ~, αυτή είναι δική μου υπόθεση. τα ψηλά καπέλα, ειρωνικά, αυτοί που ανήκουν στην ιθύνουσα τάξη. β. για κτ. που μοιάζει στο σχήμα ή στη χρήση με καπέλο: Tο ~ της λάμπας, το αμπαζούρ. Tο ~ της καμινάδας, το κάλυμμα που έχει στο επάνω άκρο της. 2. (μτφ., οικ.) πρόσθετη επιβάρυνση που επιβάλλεται παράνομα στην τιμή ενός προϊόντος, στην αμοιβή για την παροχή κάποιας υπηρεσίας κτλ.: Έβαλαν ~ στο κρέας. Οι ντομάτες πουλιούνται με ~. Tο νόμιμο ενοίκιο είναι εκατό χιλιάδες, εγώ όμως δίνω και ~. || (για χαρτοπαίγνιο) το αντίτιμο με το οποίο πρέπει να επιβαρυνθεί κάποιος, για να συνεχίσει το παιχνίδι. καπελάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό καπέλο: Tο ~ του παιδιού. Πολύ χαριτωμένο το ~ της κυρίας. ΦΡ βάζω / φοράω στραβά* το καπέλο μου / το ~ μου (και φεύγω). 2. για κτ. που μοιάζει με καπελάκι: Tα καπελάκια των μανιταριών.

[ιταλ. cappello]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες