Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κανελόνι
1 εγγραφή
κανελόνι το [kanelóni] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : είδος ζυμαρικού με κυλινδρικό σχήμα, που το γεμίζουν συνήθ. με κιμά και το ψήνουν στο φούρνο.

[ιταλ. cannelloni, αρσ. πληθ. που θεωρήθηκε ουδ. εν.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες