Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κανάτα
2 εγγραφές [1 - 2]
κανάτα η [kanáta] Ο25 : πλατύστομο, κυλινδρικό συνήθ. δοχείο με μία λαβή, που χρησιμοποιείται για νερό ή ως επιτραπέζιο σκεύος για κρασί: ~ νερού / κρασιού. Mια ~ νερό, με νερό. κανατούλα η YΠΟKΟΡ. κανατίτσα η YΠΟKΟΡ.

[μσν. κανάτα < υστλατ. cannata· κανάτ(α) -ούλα, -ίτσα]

κανατάς ο [kanatás] Ο1 : αυτός που κατασκευάζει ή πουλάει πήλινα αγγεία.

[κανάτ(α), κανάτ(ι) -άς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες