Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κανάγιας
1 εγγραφή
κανάγιας ο [kanájas] Ο3 πληθ. κανάγηδες : (υβρ.) παλιάνθρωπος, αχρεί ος.

[βεν. canagia ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες