Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καμβάς
1 εγγραφή
καμβάς ο [kamvás] Ο1 : 1. βαμβακερό ύφασμα με αραιή, δικτυωτή ύφανση, που χρησιμοποιείται ως βάση σε κεντήματα, όπως π.χ. στη σταυροβελονιά: Xοντρός / ψιλός ~. Εργόχειρο κεντημένο σε καμβά. Xαλί δουλεμένο σε καμβά. || (ζωγρ.) είδος λινάτσας επάνω στην οποία ζωγρα φίζουν. 2. (μτφ.) α. ο σκελετός της υπόθεσης ενός ποιήματος, πεζογραφήματος, θεατρικού ή κινηματογραφικού έργου: Ο ~ του έργου είναι τα γεγονότα του εμφύλιου πολέμου. β. το πλαίσιο μιας δραστηριότητας, ενός σχεδίου δράσης: Οι συζητήσεις θα γίνουν επάνω στον καμβά της συνεργασίας των δύο κομμάτων.

[γαλλ. canevas ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες