Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καμαρώνω
1 εγγραφή
καμαρώνω [kamaróno] Ρ1α : 1. αισθάνομαι αυτοπεποίθηση ή ικανοποίηση για κτ. που έχω ή που είμαι και την εκδηλώνω με διάφορους τρόπους: Kαμαρώνει για τα πλούτη του / για την ομορφιά της / για την οικογένειά του. Kοίτα τον πώς καμαρώνει, τώρα που έγινε μεγάλος και τρανός. (ειρ.) Kαμαρώνει σαν νύφη / σαν γαμπρός / σαν παγόνι. (έκφρ.) καμαρώνει σαν γύφτικο* σκεπάρνι. || ~ κπ. ή κτ., χαίρομαι, αισθάνομαι υπερήφανος για κπ. ή για κτ.: Kαμαρώνει τους μαθητές της που τους βλέπει να προοδεύουν. Δουλέψαμε όλοι για να χτίσουμε το χωριό μας και τώρα το καμαρώνουμε. (ευχή) να σε καμαρώσουμε και φοιτητή / γαμπρό κτλ. 2. (ειρ.) αντιμετωπίζω τα αποτελέσματα μιας αποτυχημένης ή λανθασμέ νης ενέργειας: Έλα τώρα να καμαρώσεις τα έργα σου.

[μσν. καμαρώνω < καμάρ(ι) -ώνω ή ελνστ. καμαρ(ῶ) `προσθέτω καμάρα΄ -ώνω κατά τη σημ. της λ. καμάρι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες