Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλύβα η [kalíva] Ο25 : 1. χωριάτικο σπιτάκι, με ένα μόνο χώρο, κατασκευασμένο πρόχειρα και με πολύ απλά υλικά, συνήθ. με κλαδιά, καλάμια ή χόρτα δεμένα με λάσπη, και με χωμάτινο δάπεδο: H ~ του τσοπάνη. Ψαράδικες καλύβες. (έκφρ.) η ~ του Kαραγκιόζη*. || (επέκτ.) απλό εξοχικό σπιτάκι, χτιστό ή ξύλινο. 2. καθεμιά από τις μικρές μοναστικές κατοικίες στο Άγιον Όρος, που αποτελούν τη σκήτη· καλύβη.
καλυβούλα η YΠΟKΟΡ. [αρχ. καλύβ(η) μεταπλ. -α· καλύβ(α) -ούλα]