Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλορίζικος
1 εγγραφή
καλορίζικος -η -ο [kalorízikos] Ε5 : καλότυχος, κυρίως ως ευχή με την ευκαιρία ενός ευχάριστου γεγονότος, που θεωρείται απαρχή μιας καινούριας ζωής, μιας νέας περιόδου: Kαλορίζικο το νεογέννητο. Nα είναι καλορίζικοι οι νιόπαντροι. Kαλορίζικο το μαγαζί / το σπίτι. || (ως ουσ.) τα καλορίζικα, ευχές για ευχάριστο γεγονός: Ήρθαμε για τα καλορίζικα / να πούμε τα καλορίζικα.

[μσν. καλορίζικος < καλο- + ριζικ(ό) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες