Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλλός
1 εγγραφή
κάλλος το [kálos] Ο46α : 1. ομορφιά, για να υπογραμμίσουμε την υψηλή αισθητική απόλαυση που προκαλεί η τελειότητα του ανθρώπινου σώματος ή του φυσικού περιβάλλοντος: Ο Ερμής του Πραξιτέλη είναι η τέλεια έκφραση του σωματικού κάλλους. Tο ~ της μορφής του. (έκφρ.) σκηνές απείρου κάλλους, ειρωνικά, για κατάσταση όπου επικρατεί αναστάτωση και φασαρία. || Ψυχικό ~ / το ~ της ψυχής, οι ψυχικές αρετές. 2. (πληθ.) α. (παρωχ. και σήμερα κυρ. ειρ.) σωματική ομορφιά: Δεν μπόρεσε να αντισταθεί στα κάλλη της. Γυμνώθηκε για να μας επιδείξει τα κάλλη της. (έκφρ.) τα πάχη μου τα κάλλη μου, αυτοσαρκασμός πολύ χοντρού ανθρώπου. ΠAΡ ΦΡ μπρος στα κάλλη τι είν΄ ο πόνος, για κπ., κυρίως για γυναίκα που υφίσταται αδιαμαρτύρητα πολλές ταλαιπωρίες, για να βελτιώσει την εξωτερική της εμφάνιση. β. (λογοτ.) φυσική ομορφιά: Ποιητής που ύμνησε τα κάλλη της άνοιξης.

[2: αρχ. κάλλος· 1: λόγ. < αρχ. κάλλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες