Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλλιτεχνία
1 εγγραφή
καλλιτεχνία η [kalitexnía] Ο25 : η δημιουργία έργων αισθητικά ωραίων, που προκαλούν την αισθητική απόλαυση του θεατή ή του ακροατή· τέχνη1: H ~ και η επιστήμη είναι τομείς του πνευματικού μας πολιτισμού. Aσχολείται με την ~. || (επέκτ.) καλαίσθητος και επιδέξιος τρόπος κατασκευής: Έπιπλο δουλεμένο με ~, καλλιτεχνικά.

[λόγ. < ελνστ. καλλιτεχνία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες