Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλλιτέχνης
1 εγγραφή
καλλιτέχνης ο [kalitéxnis] Ο10 θηλ. καλλιτέχνιδα [kalitéxniδa] Ο28 & (λόγ.) καλλιτέχνις [kalitéxnis] : 1α. άτομο προικισμένο με ταλέντο, που δημιουργεί σε κπ. τομέα της τέχνης: ~ της ζωγραφικής / της γλυπτικής / της μουσικής. Ο ντα Bίντσι ήταν ένας ιδιοφυής ~. Ο Xαλεπάς ήταν μεγάλος ~. β. άτομο που ασχολείται επαγγελματικά με την ερμηνεία ενός θεατρικού, χορευτικού ή μουσικού έργου: ~ του θεάτρου / της όπερας / του μπαλέτου / του πιάνου. 2. χαρακτηρισμός ατόμου που κατασκευάζει κτ. με πολλή επιδεξιότητα, καλαισθησία και ευρηματικότητα, π.χ. για σχεδιαστή μόδας, κομμωτή, επιπλοποιό, μάγειρα κτλ.

[λόγ. < ελνστ. καλλιτέχνης `που κατασκευάζει όμορφα πράγματα΄ & σημδ. γαλλ. artiste· λόγ. καλλιτέχν(ης) -ις > -ιδα· λόγ. καλλιτέχν(ης) -ις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες