Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλλιτέχνημα
1 εγγραφή
καλλιτέχνημα το [kalitéxnima] Ο49 : έργο καλλιτέχνη, καλλιτεχνικό δημιούργημα: Στα μουσεία εκτίθενται καλλιτεχνήματα του παρελθόντος. || (επέκτ.) ό,τι έχει γίνει με πολλή επιδεξιότητα και καλαισθησία: Aυτό το εργόχειρο είναι ένα ~.

[λόγ. καλλι(τέχνης) -τέχνημα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες