Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλλιγραφία
1 εγγραφή
καλλιγραφία η [kaliγrafía] Ο25 : 1. τρόπος γραφής ιδιαίτερα φροντισμένος και κάπως περίτεχνος, που συνήθ. ακολουθεί ένα υπόδειγμα γραμμάτων και αριθμών. || (παρωχ.) το μάθημα της καλλιγραφίας. 2. (μτφ., οικ., συνήθ. πληθ.) υπερβολική επιμονή στη λεπτομέρεια: Άσε τις καλλιγραφίες και τελείωνε.

[λόγ. < ελνστ. καλλιγραφία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες