Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλαντάρι
1 εγγραφή
καλαντάρι το [kalandári] Ο44 : (οικ.) ημεροδείκτης, ημερολόγιο.

[μσν. *καλαντάριον (πρβ. καλεντάριον δες στα κάλαντα, καλένδες) < μσνλατ. calendarium (στη νέα σημ.) < λατ. calendarium `κατάλογος των χρεών΄ (επειδή οι τόκοι πληρώνονταν την πρώτη του μηνός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες