Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλένδες
1 εγγραφή
καλένδες οι [kalénδes] Ο25 : η πρώτη μέρα του μήνα, στο ρωμαϊκό ημερολόγιο. ΦΡ (παραπέμπω κτ.) στις (ελληνικές) ~, ειρωνικά, για κτ. που δεν πρόκειται να γίνει ποτέ, αφού στο αρχαίο ελληνικό ημερολόγιο δεν υπήρχαν καλένδες.

[λόγ. < μσν. Καλένδαι & ελνστ. Καλάνδαι (προφ. [nd] ) < λατ. Kalendae, υστλατ. Kalandae (η πρώτη μέρα του ρωμαϊκού μήνα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες