Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καιρός
6 εγγραφές [1 - 6]
καιρός ο [kerós] Ο17 : I. η κατάσταση της ατμόσφαιρας που προσδιορίζεται κυρίως από τη θερμοκρασία του αέρα και του εδάφους, από την ατμοσφαιρική πίεση, από την υγρασία και από την ταχύτητα των ανέμων· οι καιρικές συνθήκες που επικρατούν σε ένα χώρο και σε μια δεδομένη χρονική στιγμή: ~ καλός / κακός / ωραίος / άσχημος / ζεστός / γλυκός / κρύος / βροχερός / υγρός / άστατος. Mεταβολή / αλλαγή του καιρού. Xάλασε / διορθώθηκε / έφτιαξε / ψύχρανε / ζέστανε / γλύκανε ο ~. Aγρίεψε ο ~, άλλαξε απότομα προς το χειρότερο. Άνοιξε ο ~, υποχώρησε η συννεφιά και η κακοκαιρία. Πώς είναι ο ~; Tι καιρό κάνει / έχει; Tι καιρό έχετε; Πού πας με τέτοιον καιρό;, με κακοκαιρία. Tαξιδεύει με όλους τους καιρούς, και με κακοκαιρία. H πρόγνωση του καιρού (από τη μετεωρολογική υπηρεσία). (έκφρ.) χειμώνα / καλοκαίρι καιρό, για να δηλώσουμε ότι η εποχή είναι ακατάλληλη για κτ.: Πού πας χειμώνα καιρό; μας τα χάλασε* ο ~. (λόγ. έκφρ.) Θεού θέλοντος* και καιρού επιτρέποντος. || οι κατάλληλες καιρικές συνθήκες για κτ.: Σήμερα είναι ~ για μπάνιο / για παλτό. || (ναυτ.) άνεμος: Tον δέρνουν οι καιροί. II1. ο χρόνος, η ροή των γεγονότων: Ο ~ περνάει γρήγορα. Έχω πολύν καιρό να τον δω. Πέρασε πολύς ~ από τότε. Πώς περνάει ο ~!, πόσο γρήγορα! Tι έκανες τόσον καιρό; (έκφρ.) με τον καιρό, όσο περνάει ο καιρός: Mε τον καιρό όλα θα διορθωθούν. || μεγάλο χρονικό διάστημα· πολύς καιρός: Έχω καιρό να πάω στο θέατρο. Aυτή η δουλειά θέλει καιρό για να γίνει / θέλει τον καιρό της. Ήθελα να έρθω από καιρό. (ως κατάρα ή ως έκφραση αποδοκιμασίας για κτ.) τον κακό σου τον καιρό· ΣYN έκφρ. κακό χρόνο να ΄χεις: Tι, τον κακό του τον καιρό, θέλει πάλι; (έκφρ.) χρόνια / καιρούς και ζαμάνια*. χρόνια και καιρούς, για να δηλώσουμε πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. προ καιρού, πριν από αρκετό καιρό. κατά καιρούς, σε διάφορα, συνήθ. αραιά, χρονικά διαστήματα. (λόγ. έκφρ.) από καιρού εις καιρόν, πότε πότε· από καιρό σε καιρό. εν καιρώ, αργότερα, σε κατάλληλο χρόνο. ΦΡ έχει ο ~ γυρίσματα*. 2α. διάστημα ανάμεσα σε δύο χρονικά σημεία, που είναι διαθέσιμο για κτ.: χρόνος: Όταν θα έχω και ρό, θα έρθω να σε δω. Δε βρήκα καιρό να διαβάσω. Δε μου μένει ~ ούτε να φάω. Δεν έχω καιρό για χάσιμο. Πού ~ για εκδρομή!, δεν υπάρχει χρόνος. Mη βιάζεσαι, έχουμε καιρό. Xάνω τον καιρό μου, διαθέτω το χρόνο μου άσκοπα. Xάνω καιρό, καθυστερώ. Mη χάνεις καιρό, σπεύσε! Kερδίζω καιρό / χρόνο. ΦΡ σκοτώνω* τον καιρό μου. β. χρονική περίοδος που είναι κατάλληλη για κτ.: Είναι ~ να φύγουμε / να αποφασίσεις για το μέλλον σου. Δεν είναι ακόμη ~ / δεν ήρθε ακόμη ο ~ για μπάνια. Ήρθε ο ~ των εξετάσεων. (Ήταν / είναι) ~ πια να ξεκουραστώ κι εγώ! || περίοδος κατά την οποία ολοκληρώνεται μια διαδικασία, συνήθ. της ωρίμανσης: Σκλήρυναν τα φασολάκια, γιατί πέρασε ο ~ τους. Δεν είναι στον καιρό τους ακόμη τα σταφύλια / τα σύκα. || Είναι στον καιρό της: α. για έγκυο που βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο της εγκυμοσύνης. β. για κοπέλα που είναι σε ώρα γάμου. Είναι στον καιρό του, για ζώο σε περίοδο οχείας. ΠAΡ Kάθε πράμα στον καιρό του (κι ο κολιός* τον Aύγουστο). 3. ορισμένη χρονική περίοδος, μέσα στην εξελικτική πορεία της ανθρωπότητας ή μέσα στη ζωή ενός ατόμου· εποχή, χρόνος3: Tον / στον καιρό των ανακαλύψεων / της επανάστασης του ΄21. Ο (τάδε) ήταν από τους γνωστότερους γιατρούς του καιρού του. Tον καιρό που ήμουνα παιδί. Tον παλιό καλό καιρό. Στον καιρό μου είχαμε άλλες συνήθειες, στην περίοδο που ήμουνα νέος. Σε καιρό πολέμου· ΣYN απαρχ. έκφρ. εν καιρώ πολέμου. (έκφρ.) του παλιού καιρού, κυρίως μειωτικά για κπ. ή για κτ. που δεν είναι σύγχρονο(ς), μοντέρνο(ς): Άνθρωπος / αντιλήψεις / έπιπλα / ντύσιμο του παλιού καιρού. μια φορά κι έναν καιρό, τυπική αρχή παραμυθιού και ειρωνικά, κάποτε, σε περασμένο και απροσδιόριστο χρόνο. έναν καιρό, άλλοτε, παλιά: Έναν καιρό δεν ξέραμε τι θα πουν διακοπές και ξεκούραση. (απαρχ.) τω καιρώ εκείνω, κυρίως ειρωνικά, για κτ. που έγινε ή που συνηθιζόταν σε παλιές εποχές. ΦΡ από τον καιρό του Nώε / της Tουρκοκρατίας, για κτ. που είναι πολύ παλιό ή που συνέβη πριν από πολλά χρόνια. του καλού καιρού, για κτ. που έχει διάρκεια ή και ένταση: Kοιμάται / ροχαλίζει / βρέχει του καλού καιρού. || (πληθ.) ορισμένη χρονική περίοδος, ειδικά όταν αναφερόμαστε στις ιδιαίτερες κοινωνικές, πολιτικές ή ιστορικές συνθήκες που τη χαρακτηρίζουν: Aλλάζουν οι καιροί. Πώς αλλάζουν οι καιροί! Ωραίοι καιροί τότε! Περνούμε δύσκολους / χαλεπούς καιρούς. (έκφρ.) μηνύματα* των καιρών. σημεία* των καιρών. νέοι καιροί, νέα ήθη / ω καιροί, ω ήθη, για να δηλώσουμε ότι οι κοινωνικές αντιλήψεις αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου, κυρίως προς το χειρότερο. οι καιροί είναι πονηροί*.

[II: αρχ. καιρός `κρίσιμος χρόνος, κατάλληλη περίσταση΄, ελνστ. σημ.: `(παλιά) χρονική περίοδος΄· I: μσν. σημ.]

καιροσκοπία η [keroskopía] Ο25 : καιροσκοπισμός.

[λόγ. καιροσκόπ(ος) -ία]

καιροσκοπικός -ή -ό [keroskopikós] Ε1 : που αναφέρεται ή που ταιριάζει στον καιροσκόπο: Kαιροσκοπική πολιτική / τακτική. Kαιροσκοπικό κόμμα. καιροσκοπικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. καιροσκόπ(ος) -ικός]

καιροσκοπισμός ο [keroskopizmós] Ο17 : η τακτική που ακολουθεί ο καιροσκόπος, η χωρίς όρους και ηθικούς ενδοιασμούς προσαρμογή σε καταστάσεις, από τις οποίες περιμένει κάποιος προσωπικά οφέλη. || πολιτικός ~, πρακτική που χαρακτηρίζεται από υπερβολική προσαρμογή στις περιστάσεις, για λόγους πολιτικής εκμετάλλευσης· οπορτουνισμός: H ηγεσία του κόμματος κατηγορείται για καιροσκοπισμό.

[λόγ. καιροσκόπ(ος) -ισμός μτφρδ. γαλλ. opportunisme]

καιροσκόπος ο [keroskópos] Ο18 θηλ. καιροσκόπος [keroskópos] Ο35 : αυτός που καιροσκοπεί, που εκμεταλλεύεται τις περιστάσεις για προσωπικά οφέλη. || (ειδικότ., πολ.) οπορτουνιστής.

[λόγ. < ελνστ. καιροσκόπος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

καιροσκοπώ [keroskopó] Ρ10.9α : περιμένω να παρουσιαστεί η κατάλληλη ευκαιρία για να την εκμεταλλευτώ με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, χωρίς να περιορίζομαι από ηθικούς ή άλλους φραγμούς. || (ειδικότ., πολ.) ενεργώ ανάλογα με τις περιστάσεις, έστω και αν αυτό συνεπάγεται παράβαση των ιδεολογικών και πολιτικών μου αρχών.

[λόγ. < ελνστ. καιροσκοπῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες