Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κίτρο
3 εγγραφές [1 - 3]
κίτρο το [kítro] Ο39 : ο επιμήκης ωοειδής καρπός της κιτριάς, που έχει παχιά ρυτιδωμένη φλούδα σε ανοιχτό κίτρινο χρώμα και σφιχτή σάρκα.

[ελνστ. κίτρον < λατ. citr(um) `το ξύλο της κιτριάς΄ -ον]

κιτρολεμονιά η [kitrolemoá] Ο24 : φυσικό υβρίδιο της λεμονιάς που δίνει καρπούς όμοιους με κίτρα, αλλά με χυμό και άρωμα λεμονιού, τα κιτρολέμονα.

[κίτρ(ο) -ο- + λεμονιά]

κιτρολέμονο το [kitrolémono] Ο41 : ο καρπός της κιτρολεμονιάς, που μοιάζει με το κίτρο αλλά έχει χυμό και άρωμα λεμονιού.

[κίτρ(ο) -ο- + λεμόν(ι) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες