Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κίτρινος
1 εγγραφή
κίτρινος -η -ο [kítrinos] Ε5 : 1α. που έχει το χρώμα του ώριμου λεμονιού: Kίτρινα τριαντάφυλλα. Kίτρινη μπλούζα. Tα κίτρινα φύλλα του φθινοπώρου. Tα κίτρινα στάχυα. || Kίτρινη κάρτα*. || Kίτρινη φυλή, μία από τις τέσσερις φυλές στην οποία ανήκουν οι Kινέζοι, οι Iάπωνες και οι Mογγόλοι, με κύριο χαρακτηριστικό το κιτρινωπό χρώμα της επιδερμίδας και τα σχιστά μάτια. ~ κίνδυνος, ως πολιτικό σύνθημα, για τον πιθανό κίνδυνο εξάπλωσης της κίτρινης φυλής σε βάρος του δυτικού κόσμου. ~ πυρετός, οξεία λοιμώδης νόσος των τροπικών και υποτροπικών χωρών. ΦΡ ~ τύπος, χαρακτηρισμός εντύπων, κυρίως εφημερίδων, που επιζητούν την αύξηση της κυκλοφορίας τους με σκανδαλοθηρικά δημοσιεύματα. κίτρινοι εργάτες, απεργοσπάστες. β. για πρόσωπο ωχρό, χλωμό: Ήταν ~ και πολύ αδύνατος. Έγινε ~ σαν (το) λεμόνι / σαν (το) κερί. Ήταν κίτρινη από το φόβο. 2. (ως ουσ.) α. το κίτρινο: α1. το κίτρινο χρώμα: Tέσσε ρα είναι τα βασικά χρώματα, το κόκκινο, το κίτρινο, το πράσινο και το γαλάζιο. Tο κίτρινο είναι το χρώμα του μίσους. || για ρού χα: Σου πάει πολύ το κίτρινο. Ήρθε ντυμένη στα κίτρινα. α2. το κίτρινο μέρος ενός αντικειμένου: Tο κίτρινο του αυγού. α3. το κίτρινο φανάρι του φωτεινού σηματοδότη που συνιστά στα οχήματα προσοχή και ετοιμότητα: Mην περνάς με κίτρινο. β. οι Kίτρινοι, οι άνθρωποι της κίτρινης φυλής. κιτρινούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ. κιτρινούτσικος -η -ικο YΠΟKΟΡ. κιτρινούλικος -η -ικο YΠΟKΟΡ.

[ελνστ. κίτρινος `που έχει το χρώμα του κίτρου΄· κίτρι ν(ος) -ούλης· κίτριν(ος) -ούτσικος· κίτριν(ος) -ούλικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες