Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάρτα
1 εγγραφή
κάρτα η [kárta] Ο25 : μικρό ορθογώνιο κομμάτι από σκληρό χαρτί ή από άλλο ανάλογο υλικό. 1α. δελτίο που εξυπηρετεί ανάγκες γραπτής επικοινωνίας: Xριστουγεννιάτικη / ευχετήρια ~. Kάρτες με τοπία της Ελλάδας, καρτ ποστάλ. Tου έδωσα την ~ μου, επισκεπτήριο. β. δελτίο που βεβαιώνει κάποιο δικαίωμα του κατόχου: ~ εισόδου, σε κπ. χώρο. ~ απεριόριστων / πολλαπλών διαδρομών, σε μέσο συγκοινωνίας. Πιστωτική ~, που χρησιμοποιείται αντί για ρευστό χρήμα. || δελτίο όπου σημειώνεται η ώρα προσέλευσης και αναχώρησης του εργαζομένου: Xτυπάω ~, σε ειδικό μηχάνημα. ΦΡ χτυπάω* ~. 2. στην τηλεόραση, εικόνα με πληροφορίες μέσα σε πλαίσιο: Διαφημιστικές κάρτες. 3. (ποδ.) κάρτα που δείχνει ο διαιτητής σε παίχτη ο οποίος έκανε μια σοβαρή παράβαση των κανονισμών: Kίτρινη ~, για προειδοποίηση. Kόκκινη ~, για αποβολή από το παιχνίδι. ΦΡ βγάζω / δείχνω κίτρινη / κόκκινη ~, προειδοποιώ ή και απειλώ κπ. που έχει κάνει κάποιο παράπτωμα. 4. φύλλο της τράπουλας. 5. (πληροφ.) πλακέτα τυπωμένου κυκλώματος, που εισάγεται σε έναν υπολογιστή για να του βελτιώσει ή να του προσδώσει κάποιες δυνατότητες: ~ ήχου. ~ γραφικών, που δίνει στον υπολογιστή τη δυνατότητα να κάνει σχέδιο, διαγράμματα, εικόνες κτλ. καρτούλα η YΠΟKΟΡ. καρτάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1α.

[αντδ. < ιταλ. carta < λατ. charta < αρχ. χάρτης (5: λόγ. σημδ. με βάση το αγγλ. sound card `κάρτα ήχου΄)· κάρτ(α) -ούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες