Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάπρος
1 εγγραφή
κάπρος ο [kápros] Ο18 : επιβήτορας χοίρος. || αγριόχοιρος.

[λόγ. < αρχ. κάπρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες