Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάθαρμα
1 εγγραφή
κάθαρμα το [káθarma] Ο49 : υβριστικός χαρακτηρισμός ανθρώπου πάρα πολύ ανέντιμου ή ανήθικου: Aυτός είναι μεγάλο ~. Mε πρόδωσαν / με έκλεψαν τα καθάρματα. καθαρματάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αρχ. κάθαρμα `μολυσμένο αντικείμενο που πετάγεται μετά τον καθαρμό, απόβλητος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες