Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κάγκελο το [kángelo] Ο41 : καθένα από τα επιμήκη ξύλινα ή σιδερένια στοιχεία με τα οποία περιφράσσουμε ένα χώρο ή μια κατασκευή: Tα κάγκελα του μπαλκονιού / του κήπου / της σκάλας, κιγκλίδωμα. Aπό το κιγκλίδωμα λείπουν μερικά κάγκελα. Παιδικό κρεβάτι με κάγκελα. (έκφρ.) τσίνορο ~, πολύ μεγάλο και όρθιο. ΦΡ σηκώνεται η τρίχα* μου ~. (λαϊκ.) γίνεται της πουτάνας* το ~.
και τα μυαλά* στα κάγκελα. || (λαϊκ.) η φυλακή, συνήθ. στην έκφραση πίσω από τα κάγκελα, στη φυλακή.
καγκελάκι το YΠΟKΟΡ. [ελνστ. κάγκελ(λ)ον < λατ. cancell(um) -ον]
- καγκελόπορτα η [kangelóporta] Ο27α : σιδερένια ή ξύλινη καγκελωτή πόρτα κήπου.
[κάγκελ(ο) -ο- + πόρτα]
- καγκελόφραχτος -η -ο [kangelófraxtos] Ε5 : που είναι περιφραγμένος με κάγκελα.
[λόγ. κάγκελ(ον) -ο- + φρακ- (φράσσω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] για προσαρμ. στη δημοτ.]