Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάβα
27 εγγραφές [1 - 10]
κάβα 1 η [káva] Ο25α : 1.υπόγειος χώρος, κατάλληλος λόγω της αυξημένης υγρασίας για τη φύλαξη κρασιού ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών. || (επέκτ.) το σύνολο των ποτών που διαθέτει ένας ιδιώτης, κυρίως όταν πρόκειται για μεγάλη ποσότητα και ποικιλία. 2. κατάστημα όπου πουλούν κρασιά και ποτά.

[ιταλ. ή βεν. cava `υπόγεια αποθήκη΄ με επίδρ. του γαλλ. cave]

κάβα 2 η : στο χαρτοπαίγνιο, συνήθ. στο πόκερ, το αρχικό ποσό χρημάτων που καταθέτει και ανταλλάσσει με μάρκες ο κάθε παίκτης: Έχασε τέσσερις κάβες.

[ιταλ. cava `αφθονία΄]

καβαδούρα η [kavaδúra] Ο25α : (ραπτ.) το τελείωμα που έχει στον ώμο μια αμάνικη μπλούζα ή ένα φόρεμα.

[μσν. καβάδ(ι) `πολυτελές ένδυμα με μακριά μανίκια΄ (περσ. προέλ.) -ούρα]

καβάκι το [kaváki] Ο44 : (λαϊκότρ.) είδος λεύκας που μοιάζει με κυπαρίσσι. || (επέκτ.) λεύκα.

[τουρκ. kavak ]

καβάλα [kavála] επίρρ. : (οικ.) 1. επάνω στη ράχη υποζυγίου, έχοντας το ένα πόδι από τη μια πλευρά του ζώου και το άλλο από την άλλη: Πήγε ~ στο άλογό του. ~ πάν(ε) στην εκκλησιά ~ προσκυνάνε, και ειρωνικά για αυτούς που χρησιμοποιούν πάντα το ιδιωτικό τους αυτοκίνητο αντί να μετακινούνται πεζή. || (επέκτ.): ~ στο ποδήλατο. 2. η παραπάνω θέση του σώματος επάνω στους ώμους κάποιου ή επάνω σε μακρόστενη κατασκευή: Πήρε το παιδί ~. Kάθισε ~ στην καρέκλα / στην κουπαστή της σκάλας. ΦΡ είμαι ~ / έχω κπ. ~, βρίσκομαι σε πλεονεκτική θέση, ώστε να μπορώ να επιβληθώ σε κπ. αγοράζω / ψωνίζω ~, χωρίς προσοχή και έλεγχο. || (χυδ.) σε στάση συνουσίας: Tους βρήκαν ~.

[επιρρ. χρήση του ουσ. καβάλα, σύγκρ. γραμμή `ίσια΄]

καβάλα η [kavála] Ο25α : 1.(παρωχ., λαϊκότρ.) α. η ιππασία: Tου άρεσε να κάνει ~. β. ιππικό, καβαλάρηδες: Πεζούρα και ~. 2. (χυδ.) η συνουσία.

[μσν. καβάλα `φοράδα, καβάλα΄ < βεν. cavala ή υστλατ. caballa]

καβαλάρης ο [kavaláris] Ο11 πληθ. και καβαλαραίοι, θηλ. καβαλάρισσα [kavalárisa] Ο27 : I1.αυτός που είναι ανεβασμένος επάνω σε άλογο, που είναι καβάλα σε άλογο. || (έκφρ.) ο μαύρος ~, ο χάρος. μοναχικός ~, για κπ. που ακολουθεί μοναχική πορεία στη ζωή. 2. (οικ.) στρατιώτης που υπηρετούσε στο ιππικό· ιππέας: Πεζοί και καβαλάρηδες πολιόρκησαν το κάστρο. II. για κατασκευή που έχει το σχήμα που παίρνουν τα πόδια του καβαλάρη. 1α. οριζόντιο δοκάρι που αποτελεί την κορυφή δίριχτης στέγης. β. καθένα από τα κεραμίδια που καλύπτουν την κορυφή της στέγης. 2. σε έγχορδο όργανο, η ξύλινη πλάκα επάνω στην οποία είναι τεντωμένες οι χορδές.

[μσν. καβαλλάρης < ελνστ. καβαλλάριος με αποφυγή της χασμ. (ορθογρ. απλοπ.) < υστλατ. caballarius (διαφ. το μσν. καβαλάριος `ιππότης΄ σημδ. γαλλ. chevalier)· καβαλάρ(ης) -ισσα]

καβαλαρία η [kavalaría] Ο25α : (λαϊκότρ.) 1. ιππικό: Πεζούρα και ~. 2. (ως επίρρ.) καβάλα.

[βεν. cavalaria (διαφ. το μσν. καβαλλαρία `γυναίκα καβαλλάριου, ιππότη΄)]

καβαλέτο το [kavaléto] Ο39 : 1.ξύλινη συνήθ. και πτυσσόμενη κατασκευή με τρία πόδια, επάνω στην οποία στηρίζεται κτ., κυρίως ένας ζωγραφικός πίνακας, όσο διάστημα τον δουλεύει ο καλλιτέχνης ή όταν εκτίθεται σε έκθεση ή σε ιδιωτικό χώρο. 2. ξύλινη ή σιδερένια κατασκευή με τέσσερα στηρίγματα, τοποθετημένα ανά δύο: ~ ξυλουργού.

[βεν. cavaletto]

καβάλημα το [kaválima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καβαλώ· καβαλίκεμα: Tο ~ του αλόγου.

[καβαλη- (καβαλώ) -μα]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες