Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιώδης
1 εγγραφή
ιώδης -ης -ες [ióδis] Ε11 : (λόγ.) α. (ως ουσ.) το ιώδες, το χρώμα που παράγεται από την ανάμειξη του κόκκινου και του γαλάζιου (ως οπτικών αισθημάτων και όχι χρωστικών ουσιών)· μοβ, μενεξεδί, λιλά. β. (ως επίθ.) που έχει χρώμα ιώδες· μοβ, μενεξεδής, λιλά.

[λόγ. < αρχ. ἰώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες